-
1 σταδαιος
31) прямо держащийся, выпрямленныйσταδαῖος ἧσται Aesch. — он сидит прямо;
ἔγχη σταδαῖα Aesch. — отвесно стоящие копья2) стойкий, устойчивый(σῶμα, sc. ὅ κύβος Plat.)
См. также в других словарях:
σταδαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.) 2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ τού συστάδην σε ανοιχτό πεδίο β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» σώμα σταθερό, που… … Dictionary of Greek